- μεταξοσκώληκας
- Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις εκδύσεις, προτού υφάνει μια μεταξοκλωστή, με την οποία δημιουργεί το κουκούλι, στο οποίο κλείνεται και μεταμορφώνεται, αρχικά, σε νύμφη (χρυσαλλίδα) και, στη συνέχεια, σε ώριμο άτομο (πεταλούδα)· αυτό το μεταξένιο κουκούλι αποτελεί την πηγή του εμπορεύσιμου μ. Τα ενήλικα άτομα του Bombyx mori έχουν παχύ, στρογγυλό και τριχωτό σώμα, ενώ δεν έχουν τη δυνατότητα να τραφούν, εξαιτίας των ατροφικών τους στοματικών εξαρτημάτων. Τα πρόσθια πτερά τους έχουν αγκιστροειδή άκρη, που αποτελεί χαρακτηριστικό της οικογένειας, ενώ δεν έχουν πτητικές ικανότητες. Τόσο οι πτέρυγες, όσο και το σώμα, είναι συνήθως λευκού χρώματος, αλλά μπορεί να ποικίλουν και έως ανοιχτό καστανό· το άνοιγμα των φτερών τους φθάνει τα 4-6 εκ. Το ενήλικο άτομο ζει μόνο μερικές μέρες και πριν πεθάνει αποθέτει 300-600 αβγά, ανάλογα με τη φυλή και τον τρόπο εκτροφής.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι ο μ. εκτρέφεται για χιλιάδες χρόνια στην αιχμαλωσία, δεν υφίστανται άγριες μορφές του, που να μπορούν να επιβιώσουν χωρίς την ανθρώπινη συνδρομή. Αν και οι επιστήμονες θεωρούν ότι ο μ. προέρχεται από την Ασία, υπάρχουν, ωστόσο, πληροφορίες για το μετάξι, προερχόμενες από την Κίνα και την Ινδία που ανάγονται στην 3η χιλιετία π.Χ. Κατά τον 8o αι. π.Χ., η μεταξουργία διαδόθηκε από την Κίνα στην Ιαπωνία και στις υπόλοιπες χώρες της Ασίας· πιθανολογείται ότι η γνωριμία των Ελλήνων με τη μεταξουργία συντελέστηκε στη διάρκεια των εκστρατειών του Μεγάλου Αλέξανδρου. Έχει επιβεβαιωθεί ότι από τον 2o αι. π.Χ., η Κίνα εξήγε μεταξωτά στη Ρώμη και ύστερα στο Βυζάντιο, μέσω της μεγάλης εμπορικής αρτηρίας των καραβανιών, που συνέδεε την Άπω Ανατολή με την Ευρώπη, γι’ αυτό και ονομάστηκε οδός της μετάξης. Ωστόσο, ο τρόπος της κατασκευής του μεταξιού, όπως και η εκτροφή των μ. –η επονομαζόμενη σηροτροφία– παρέμεναν άγνωστα, επειδή η Κίνα απαγόρευε την εξαγωγή των αβγών τους. Επί Ιουστινιανού, δύο μοναχοί εισήγαγαν στο Βυζάντιο αβγά μ., κρύβοντάς τα στο κοίλωμα των ραβδιών τους. Από εκεί η μεταξοσκωληκοτροφία διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη και άκμασε για αιώνες σε χώρες με εύκρατο κλίμα και ιδιαίτερα στη Γαλλία (Λιόν, Σεντ-Ετιέν κλπ.), η οποία κατά τον 17o αι. είχε τα πρωτεία στην Ευρώπη· παρόμοια ήταν η κατάσταση και στην Ιταλία (Βένετο, Μάρκες, Aβρούζια, Καλαβρία), που διατήρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την πρώτη θέση τόσο στη σηροτροφία, όσο και στην ποιότητα των κουκουλιών. Η ανάπτυξη, ωστόσο, του νάιλον και των άλλων τεχνητών ινών, η αλλαγή των απαιτήσεων της αγοράς και οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που σημειώθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες, προκάλεσαν την παρακμή της σηροτροφίας. Ίδια υπήρξε η εξέλιξη και στη χώρα μας, όπου τα παλαιά κέντρα σηροτροφίας και κατεργασίας του μεταξιού (Σουφλί, Διδυμότειχο, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Έδεσσα, Καλαμάτα, Σπάρτη, Νέα Ιωνία, Νέο Φάληρο) περιορίστηκαν σημαντικά, ενώ τα εναπομείναντα έχουν περιορίσει την παραγωγική τους δραστηριότητα. Γενικά, η σηροτροφία έχει απολέσει τη σημασία που έφερε στο παρελθόν, καταλαμβάνοντας μια θέση στο περιθώριο της αγροτικής οικονομίας.
Η σηροτροφία απαιτεί ειδική φροντίδα για την ανανέωση, σε κανονικά διαστήματα, των φύλλων της μουριάς, με τα οποία τρέφονται οι προνύμφες, για την εξασφάλιση κατάλληλων συνθηκών θερμοκρασίας, φωτισμού, αερισμού και υγρασίας του χώρου, στον οποίο γίνεται η εκτροφή των μ. και για τη λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων κατά των επιδημιών. Οι συνηθέστερες ασθένειες του μ. είναι η τιτάνωση (μούχλα, μούχλιασμα, ασβέστωμα), που οφείλεται στον παρασιτικό μύκητα Beauveria bassiana(παλαιότερα γνωστό ως Botrytis bassiana), η παρασιτική ατροφία (γερόντιασμα, σβήσιμο), που προκαλείται από το σπορόζωο Nosema bombycis και μεταδίδεται από μολυσμένη πεταλούδα στα αβγά, καθώς και η μαλάκυνση (μαύρη, ψόφος) που ευνοείται ιδιαίτερα, από τη ζέστη και την υγρασία και προσβάλλει κυρίως τις ιθαγενείς φυλές μ., που έχουν εξασθενήσει από τις συνθήκες διαβίωσης. Η τιτάνωση μπορεί να καταπολεμηθεί με καύση θειαφιού στους χώρους, όπου διεξάγεται η σηροτροφία· οι ατμοί του θειούχου ανυδρίτη εξοντώνουν τους σπόρους του μύκητα. Η διάδοση της παρασιτικής ατροφίας εμποδίζεται με την καταστροφή των αβγών που αποθέτει η πεταλούδα, αφού πρώτα διαπιστωθεί με μικροσκοπική εξέταση ότι στα αυγά περιέχονται σωματίδια του Nosema. Οι ζημιές από τη μαλάκυνση έχουν υποστεί σημαντική μείωση, από τη στιγμή που οι ιθαγενείς φυλές αντικαταστάθηκαν με άλλες πιο ρωμαλέες, οι οποίες προήλθαν από διασταύρωση ιθαγενών με ανατολικούς μ., κατώτερους σε παραγωγικότητα αλλά πιο ισχυρούς.
Στην Κίνα και στις άλλες χώρες της Ανατολής, η σηροτροφία διεξάγεται στο ύπαιθρο, πάνω στις μουριές και επαναλαμβάνεται από την άνοιξη έως το φθινόπωρο, δύο ή τρεις φορές. Αντίθετα, στην Ευρώπη, η εκτροφή μ. γίνεται μόνο μια φορά τον χρόνο –τον Μάιο– πάνω σε πλεκτές ψάθες και σε καλά αεριζόμενους, στεγνούς χώρους θερμοκρασίας 200 C αρχικά, φθάνοντας τελικά στους 26°C. Τα αβγά που παράγονται σε ειδικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας του μεταξοσπόρου (ή κουκουλόσπορου, όπως είναι η εμπορική ονομασία αυτών των αβγών) έχουν μήκος περίπου ένα χιλιοστόμετρο. Από κάθε αβγό εξέρχεται μια κυλινδρική προνύμφη που, κατά τη γέννησή της, είναι μαύρη αλλά αργότερα γίνεται πιο ανοιχτόχρωμη, αποκτώντας γκρίζο-ασπριδερό χρώμα (υπάρχουν και φυλές με μαύρη προνύμφη, δηλαδή σκουρόχρωμη, καθώς και άλλες με δακτυλιωτή ή ραβδωτή προνύμφη). Οι μικρές προνύμφες τρέφονται άπληστα με καλοστεγνωμένα φύλλα μουριάς, τα οποία στην αρχή τους παρέχονται τριμμένα και στη συνέχεια ολόκληρα. Η προνύμφη για να κινείται, εκτός από τα τρία ζευγάρια θωρακικών ποδιών (που διαφέρουν από αυτά της πεταλούδας) χρησιμοποιεί και πέντε ζευγάρια σαρκωδών υπογαστρίων ποδιών (ψευδόποδες, που λείπουν από την πεταλούδα). Ο μ. έχει, επίσης, κοντά στην άκρη του υπογαστρίου μια ραχιαία απόφυση ουράς σε σχήμα μικρού κέρατος, ενώ υφίσταται έκδυση τέσσερις φορές, κατά τις οποίες το χρώμα του γίνεται πιο άσπρο. Έπειτα ανεβαίνει σε κλαράκια ρεικιού, λυγαριάς ή σπάρτου, τα οποία έχουν τοποθετηθεί πάνω στις ψάθες και εκεί υφαίνει το κουκούλι, ώσπου να κλειστεί σε αυτό.
Η μεταξένια κλωστή που αποτελεί το κουκούλι είναι συνεχής και σε μερικές φυλές ο μ. υπερβαίνει σε μήκος τα χίλια μέτρα. Η κλωστή αυτή ονομάζεται σηρικός οπός και σχηματίζεται από τη συνένωση δύο νηματιδίων, που εκκρίνονται από τον δεξιό και τον αριστερό σηρογόνο (μεταξογόνο) αδένα του μ.· οι δυο αγωγοί έκκρισης συνενώνονται σε έναν μεσαίο σωλήνα, όπου τα δύο νηματίδια δημιουργούν ένα ενιαίο νήμα, όταν διασχίζουν το τελευταίο και πιο στενό τμήμα του αγωγού.
Ο σηρικός οπός αποτελείται από έναν εσωτερικό άξονα φιβροΐνης (ινοΐνης), που συνιστά τη βασική ουσία του μεταξιού που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, καθώς και από μία επένδυση σηρικίνης, κομμιώδους και συγκολλητικής ουσίας, η οποία αποχωρίζεται από το ακατέργαστο μετάξι με τη διαδικασία της αποκομμίωσης.
Μέσα στο κουκούλι, η προνύμφη μεταμορφώνεται αρχικά σε νύμφη ή χρυσαλλίδα και η χρυσαλλίδα σε τέλειο έντομο. Η πεταλούδα που προήλθε από τη χρυσαλλίδα, για να εξέλθει από το κουκούλι δεν σπάζει την κλωστή, αλλά πλαταίνει τις περιελίξεις της με το κεφάλι της, αφού πρώτα τις απαλύνει και τις αποκομμιώσει με ένα αλκαλικό κοκκινωπό υγρό, το οποίο εκβάλλει από μια ειδική κύστη προσαρτημένη στον οισοφάγο. Ο βιολογικός κύκλος αυτού του εντόμου συμπληρώνεται μέσα σε διάστημα περίπου 50 ημερών, από τις οποίες οι 30 αντιστοιχούν στη μορφή της κάμπιας, οι 15 στον εγκλεισμό της μέσα στο κουκούλι και οι υπόλοιπες 5-10 σε μορφή πεταλούδας· σε αυτό το χρονικό διάστημα πρέπει να προστεθούν και οι περίπου 20 ημέρες εμβρυϊκής ανάπτυξης (επώαση των αβγών). Για να εμποδιστεί η έξοδος της πεταλούδας από το κουκούλι, οπότε αυτό γίνεται ακατάλληλο για εκτύλιξη –επειδή το νερό εισχωρεί από την τρύπα καθιστώντας έτσι αδύνατη την κανονική εκτύλιξη– τα κουκούλια υποβάλλονται σε αποξήρανση· προτού, δηλαδή, εξέλθει η πεταλούδα, αυτά τοποθετούνται σε ειδικούς κλίβανους, η θερμοκρασία των οποίων ανέρχεται στους 80-900 C και εξοντώνει τη χρυσαλλίδα. Για να εξαχθεί το μετάξι, τα κουκούλια διέρχονται από την επεξεργασία εκτύλιξης ή νηματοποίησης στα νηματουργεία, στριψίματος στο στριπτήριο και, τέλος, ύφανσης. Κάθε μία από αυτές τις διαδικασίες απασχολεί ειδικούς κλάδους της μεταξοβιομηχανίας. Βλ. λ. μετάξι.
Απαρχή εγκλωβισμού της προνύμφης στο κουκούλι, σε σύγχρονο σηροτροφείο.
Εργασία ξετυλίγματος του οπού: τα κουκούλια επιπλέουν σε λεκάνες με ζεστό νερό.
Κλώσιμο του κουκουλιού γύρω από το σώμα της προνύμφης ενός μεταξοσκώληκα.
Αριστερά, ώριμος μεταξοσκώληκας, ανοιγμένος στη ράχη: α) οισοφάγος? β) στόμαχος? γ) τραχεία? 6) μεταξογόνοι (σερικογόνοι) αδένες? ε) έντερο. Πάνω, στοματικό σύστημα της προνύμφης, όπως φαίνεται από μπροστά: ζ) κεραίες? η) οφθαλμίδια? θ) σιαγόνα? ι) στόμιο κλώσης.
Αβγά μεταξοσκώληκα (bombyx mori) σε μεγέθυνση.
Προνύμφες μεταξοσκώληκα μετά την τρίτη αλλαγή? διατηρούνται σε θερμοκρασία 22-24°C και τρέφονται με φύλλα μουριάς.
Κουκούλια μεταξοσκώληκα σχεδόν ώριμα.
Πεταλούδα σε πλήρη ωριμότητα βγαίνει από το κουκούλι.
* * *και μεταξοσκώληξ και μεταξοσκούληκας, ο, και μεταξοσκούληκο, το(ζωολ.-ζωοτεχν.) γενική ονομασία λεπιδόπτερων εντόμων τών οποίων οι κάμπιες παράγουν το εμπορεύσιμο μετάξι και, ειδικότερα, το εξημερωμένο είδος Sericaria bombyx mori τής οικογένειας bombycidae, στην οποία ανήκουν 300 περίπου είδη.
Dictionary of Greek. 2013.